σύμβλημα

σύμβλημα
το, ΝΑ [συμβάλλω]
νεοελλ.
1. καθένα από τα κομμάτια ενός συνόλου, όπως λ.χ. τού ιστού τού πλοίου
2. ο σύνδεσμος που ενώνει τα κομμάτια αυτά
αρχ.
1. ένωση, ραφή
2. γυμναστικός αγώνας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σύμβλημα — joint neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβλημάτων — σύμβλημα joint neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβλήμασι — σύμβλημα joint neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλήμα — Κάθε αντικείμενο, το οποίο εκσφενδονίζεται με τη βοήθεια εξωτερικής δύναμης και το οποίο συνεχίζει την κίνησή του λόγω της αδράνειάς του ως σφαίρα, βόμβα, οβίδα ή βομβίδα. Ο όρος επεκτείνεται σήμερα και εφαρμόζεται στους πυραύλους και στα… …   Dictionary of Greek

  • ՆՊԱՍՏ — (ի, ից.) NBH 2 0453 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 10c, 11c, 12c, 13c գ. (լծ. ապաստան, եւ հուպ աստ). σύμβλημα (հանգանակ). commissio χρεία (պէտք). opus ἑπιτήδευμα studium, diligentia. եւ բայիւ παρέχω (լծ. պարգեւել).… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”